- παλαιοανθρωπογεωγραφία
- ηκλάδος τής παλαιοβιογεωγραφίας ο οποίος μελετά τον προϊστορικό άνθρωπο σε σχέση με το γεωγραφικό του περιβάλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
παλαιοβιογεωγραφία — Kλάδος της παλαιοβιολογίας, που εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ της Γης και των προϊστορικών οργανισμών, οι οποίοι έζησαν σε αυτήν. Η π. χωρίζεται σε παλαιοφυτογεωγραφία, παλαιοζωογεωγραφία και παλαιοανθρωπογεωγραφία. * * * η επιστήμη που μελετά τη… … Dictionary of Greek